-
1 тройка
-и, γεν. πλθ. троек, δοτ. тройкам θ.1. τρία, ο αριθμός 3• написать -у γράφω τον αριθμό τρία.2. ο σχολικός βαθμός τρία (3).3. το τριάρι, το τρία (παιγνιόχαρτο, ζάρι κ.τ.τ.).4. η τρόικα (αμάξι με τρία άλογα• τα τρία άλογα του αμαξιού).5. τριάδα, τριμελής επιτροπή ή τριμελές όργανο.6. κοστούμι από τρία μέρη: σακκάκι, παντελόνι, γιλέκο ή γυναικείο ταγέρ ι: σακκάκι, φούστα, γιλέκο. -
2 три
трёх, трём, тремя, о трёх (αριθμητικό απόλυτο)• τρία (3)•трижды три = девять τρία επι τρία = εννιά•
написать цифру три γράφω τον αριθμό τρία.
|| (ποσοτικό)•три сестры τρεις αδερφές•
три шага τρία βήματα•
дом в три этажа σπίτι τριώροφο.
|| ο σχολικός βαθμός τρία, το τριάρι. -
3 троить
трою, троишьρ.δ.μ.1. τριμερίζω, χωρίζω, μοιράζω στα τρία.2. συνδέω ανά τρεΐ£• φτιάχνω, κατατάσσω, διαθέτω ανά τρεις. || επαναλαβαίνω τρεις φορές• -• поле τριβολίζω το χωράφι. || χτυπώ με μια φορά τρεις, τρία•троить на бильярде με μια στεκιά χτυπώ τρεις μπί-λες στο μπιλιάρδο•
троить из ружья σκοτώνω μ ένα σμπάρο τρία πουλιά.
εκφρ.в глазах -ит – τα βλέπω όλα (τα αντικείμενα) τριπλά.τρ ιμερίζομαι, διαιρούμαι στα τρία. || μου φαίνονται (τα αντικείμενα) τριπλά. || τριβολίζομαι. -
4 втрое
επίρ.τρεις φορές• σε τρία μέρη, μερίδες, στα τρία•втрое дороже τρεις φορές ακριβότερα•
сложить бумагу втрое διπλώνω το χαρτί στά τρία•
увеличить втрое τριπλασιάζω.
-
5 натрое
επίρ.στα τρία, σε τρία μέρη•раз-рзать натрое κόβω στα τρία.
-
6 трое
троих αριθμ. αθρσ. τρεις, τρία. (χρησιμοποιείται για πρόσωπα και ουσ., και μονό για πλθ. αριθμό)•трое братьев τρία τρεις νέοι•
трое суток τρία εικοσιτετράωρα.
-
7 деление
1. мат., биол. η διαίρεση- надвое η διχοτομία, η διχοτόμηση- на отрезки ο διαχωρισμός σε τμήματα, ο διαμερισμός- на три части - στα τρία, ο διαχωρισμός σε τρία τμήματαполюсное - эл. το πολικό βήμα3. (яд.физ.) η διάσπαση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деление
-
8 блюдо
блюдо с 1) (посуда ) η πια τέλα 2) (кушанье) το φα(γ)η τό, το φα(γ)ί обед из трёх блюд το γεύμα με τρία είδη φαγητά* * *с1) ( посуда) η πιατέλα2) ( кушанье) το φα(γ)ητό, το φα(γ)ίобе́д из трёх блюд — το γεύμα με τρία είδη φαγητά
-
9 обед
обед м 1) το γεύμα, το φα(γ)ί, το φαγητό· \обед из трёх блюд το γεύμα με τρία φαγητλ· готовить \обед μαγειρεύω· давать \обед δίνω γεύμα, κάνω τραπέζι 2) (обеденное время) το μεσημέρι· до \обеда πριν το φαγητό, πριν το μεσημέρι ( π μ)· после \обеда μετά το φαγητό, το απόγευμα, μετά το μεσημέρι (μ. μ.)· во время \обеда, за г-ом την ώρα του φαγητού* * *м1) το γεύμα, το φα(γ)ί, το φαγητόобе́д из трёх блюд — το γεύμα με τρία φαγητά
гото́вить обе́д — μαγειρεύω
дава́ть обе́д — δίνω γεύμα, κάνω τραπέζι
2) ( обеденное время) το μεσημέριдо обе́да — πριν το φαγητό, πριν το μεσημέρι (π. μ.)
по́сле обе́да — μετά το φαγητό, το απόγευμα, μετά το μεσημέρι (μ.μ.)
во вре́мя обе́да, за обе́дом — την ώρα του φαγητού
-
10 обыграть
обыграть, обыгрывать νικώ, κερδίζω· \обыграть со счётом 5:3 κερδίζω με σκορ πέντε τρία* * *= обыгрыватьνικώ, κερδίζωобыгра́ть со счётом 5:3 — κερδίζω με σκορ πέντε τρία
-
11 три
-
12 трое
-
13 тройка
тройка ж 1) (цифра ) το τρία 2) (отметка ) το τριάρι 3) (лошадей ) η τρόικα* * *ж1) ( цифра) το τρία2) ( отметка) το τριάρι3) ( лошадей) η τρόικα -
14 трое
троечисл. собир. οἱ τρεις:\трое братьев τά τρία ἀδέρφια, οἱ τρεις ἀδελφοί· \трое су́-τοκ τρία μερόνυχτα· нас было \трое εἰμα-σταν τρεις. -
15 тройка
тройкаж1. (цифра) τά τρία·2. (в картах) ἡ τριάρα, τό τριάρι·3. (лошадей) ἡ τρόικα·4. (отметка) τό τρία, τό τριάρι·5. (костюм) разг ἡ φορεσιά, τό κοστοῦμι μέ γιλέκο. -
16 через
черезпредлог с вин. п.1. (о пространстве, месте) διά, πάνω / διά μέσου (сквозь):мост \через реку ἡ γέφυρα πάνω ἀπό τό ποτάμι· ремень \через плечо́ τό λουρί στον ῶμο· перейти \через дорогу περνώ τόν δρόμο· ступи́ть \через порог περνώ τό κατώφλι, μπαίνω· прыгнуть \через барьер πηδώ πάνω ἀπό τόν φράχτη· прыгнуть \через ручей πηδώ τό ρυάκι· ехать \через реку περνώ τό ποτάμι· пройти \через лес περνώ διά μέσον τοῦ δάσους· перейти́, переехать \через что́-л. διαβαίνω (или διασχίζω, διαπερ(ν)ῶ)· ехать в Ленинград \через Москву́ μεταβαίνω στό Λένινγκραντ μέσω Μόσχας· ехать \через весь город διασχίζω ὅλη τήν πόλη· влезть \через окно μπαίνω ἀπ' τό παράθυρο· пройти \через испытания περνώ δοκιμασίες·2. (при посредстве) διά μέσου, μέσον, μέ τήν βοήθεια:оповестить \через газету γνωστοποιώ μέσον τής ἐφημερίδας· разговаривать \через переводчика μιλώ μέ τήν βοήθεια διερμηνέα· смотреть \через очки βλέπω μέ τά ματογυάλια·3. (о расстоянии) μετά:\через два километра начинается деревня μετά δύο χιλιόμετρα ἀρχίζει τό χωριό· она живет \через три до́ма от нас αὐτη κατοικεί τρία σπίτια πιό μακρυά ἀπό μᾶς· писать \через три строки γράφω ἀνά τρία διαστήματα·4. (о времени) ὑστερα ἀπό, μετά:приду́ \через час θά ἔλθω μετά ἀπό μιαν ὠρα· \через два дня ὕστερα ἀπό δυό μέρες, μετά δυό μέρες· \через некоторое время μετά ἀπό λίγον καιρό· регулярно \через день μέρα παρά μέρα· ◊ \через голову кого-л. разг χωρίς νά ρωτήσω κάποιον \через пень колоду разг κουτσά στραβά. -
17 баскетболист
-а α. –ка, -и θ.καλαθοσφαιριστής, -τρία, μπασκετμπολίστας, -τρία. -
18 вечерник
-а α. –ца, -ы θ.(απλ.) φοιτητής, -τρία, μαθητής, -τρία νυχτερινής σχολής. -
19 девять
-и, οργν. -ью αριθμ. απόλ. εννιά (9), триады три девять - τρία επί τρία = εννιά. -
20 закладчик
-а α. -ца, -ы θ.1. παλ. ενεχυριοδότης, -τρία.2. ενεχυροδανειστής, -τρία.
См. также в других словарях:
τρία — αριθμ. απόλ., άκλ. (πρβλ. και λ. τρεις) 1. ποσότητα από δύο και μία ακόμη μονάδα. 2. μαζί με το ουδ. άρθρο ως ουσ., το τρία ο αριθμός αυτός και το σύμβολό του 3: Το τρία είναι περιττός αριθμός. – Το 9 είναι πολλαπλάσιο του 3. 3. ό,τι έχει τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τρία Νίσια — Sp Tria Nisija Ap Τρία Νίσια/Tria Nisia L s. Egėjo j. P. Sporadų ss., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
τρία — τρεῖς neut nom/voc/acc pl τρία three neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τρια — ΝΑ βλ. λ. τήρας … Dictionary of Greek
τρία — ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) βλ. τρεις … Dictionary of Greek
τριά — τριάς the number three fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεις — τρία / τρεῑς, τρία, ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. τρέες και τρῆς και τρῑς β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. τριών, τριῶν γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. τρισί και τριοῑσι και τρίεσσι, αιολ. τ. τρίσσι δ) αιτ. αρσ. και θηλ. τρεις … Dictionary of Greek
τριακοντούτη — τριᾱκοντούτη , τριακονταετής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριᾱκοντούτη , τριακονταετής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριᾱκοντούτη , τριακονταετής masc/fem acc sg (attic epic doric) τριᾱκοντούτη , τριακονταετής voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακοντούτης — τριᾱκοντούτης , τριακονταετής masc/fem acc pl (attic epic doric) τριᾱκοντούτης , τριακονταετής masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) τριᾱκοντούτης , τριακονταετής masc/fem nom sg τριᾱκοντούτης , τριακονταετής nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακονταετῆ — τριᾱκονταετῆ , τριακονταετής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριᾱκονταετῆ , τριακονταετής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριᾱκονταετῆ , τριακονταετής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακονταέτη — τριᾱκονταέτη , τριακονταετής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριᾱκονταέτη , τριακονταετής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριᾱκονταέτη , τριακονταετής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)